- μυρώδης
- μῠρ-ώδης, ες,A like unguent, Sch.Luc.Lex.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυρώδης — μυρώδης, ῶδες (ΑΜ) [μύρον] μσν. αυτός που μυρίζει ωραία, μυρωδάτος αρχ. όμοιος, περεμφερής με μύρο … Dictionary of Greek
μυρωδῶν — μυρώδης like unguent masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρώδους — μυρώδης like unguent masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρωδιά — και μυρουδιά, η (Μ μυρωδιά και μυρωδία και μερωδία) 1. (γενικά) ευχάριστη ή δυσάρεστη οσμή 2. (ειδικά) ευχάριστη οσμή, ευωδιά («και πλουτίζει το πέλαγος από την μυρωδίαν τών χρυσών κίτρων», Κάλβ.) 3. (ειδικά) δυσάρεστη οσμή («μυρωδιά ξινίλας») 4 … Dictionary of Greek
μυρωδικός — ή, ὁ (Μ μυρωδικός, ή, όν) [μυρώδης] το ουδ. ως ουσ. το μυρωδικό α) αρωματικό υγρό, άρωμα, μυρωδιά β) αρωματικό άρτυμα εδεσμάτων και γλυκισμάτων, μυριστικό, μπαχαρικό μσν. αρωματικός, ευωδιαστός … Dictionary of Greek
μυρωδώ — μυρωδῷ, έω (Α) [μυρώδης] μοιρολογώ, θρηνωδώ … Dictionary of Greek
μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… … Dictionary of Greek